Παλαιότερα ήταν ο ηδονικός, ο πολιτικός, ο διδακτικός, ο ειρωνικός Καβάφης, ενώ σήμερα πρωτοστατεί, κυρίως εκτός Ελλάδος, ο ομοφυλόφιλος (queer), ο διασπορικός και ο συγκρητικός Καβάφης.
«O ερωτικός Καβάφης δεν έπαψε να αποτελεί αντικείμενο απώθησης, έλξης ή ταύτισης. Ενώ παλαιότερα το ενδιαφέρον εστιαζόταν στην ιδιωτική ζωή του ίδιου του ποιητή και εκφραζόταν μέσα από την αμφιλεγόμενη έννοια του ηδονισμού ή φορούσε τη μάσκα της ψυχανάλυσης, στις ημέρες μας ο καβαφικός ερωτισμός αφορά περισσότερο τους αναγνώστες ή τους μελετητές, εκ των οποίων ορισμένοι δεν διστάζουν να υπογραμμίσουν ότι προσεγγίζουν τον Καβάφη από ομοφυλοφιλική σκοπιά. Ετσι από τους μελετητές (Μαλάνος, Αλιθέρσης, Ουράνης) των δεκαετιών του 1920 και του 1930, που μιλούσαν για τον «ανώμαλο» ή νοσηρό ερωτισμό της καβαφικής ποίησης, περνούμε τα τελευταία χρόνια στον ερωτισμό της ταυτότητας, όπως φαίνεται και από την αγγλόφωνη πρόσληψη του ποιητή.
Το 1983 το αφιέρωμα στον Καβάφη του περιοδικού «Journal of the Hellenic Diaspora» είχε προκαλέσει, μεταξύ άλλων, αρκετές συζητήσεις για μια επισήμανση που περιείχε και ανήκε στους εκδότες του περιοδικού. Στον πρόλογό τους, στο αφιερωματικό τεύχος, δήλωναν ότι ο Καβάφης δεν ήταν ούτε «διεστραμμένος» ούτε «πρόστυχος» ούτε «ερωτικός», αλλά ομοφυλόφιλος και κατέληγαν λέγοντας ότι «αν ο Καβάφης δεν ήταν ομοφυλόφιλος, δεν θα ήταν Καβάφης».
Στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε γράφηκαν αρκετές μελέτες, άρθρα ακόμη και διατριβές για τον ερωτικό Καβάφη καθώς και ένα άρθρο του Πίτερ Μπίεν (1990), στο οποίο υποστήριζε ότι η ομοφυλοφιλία του Καβάφη ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για τη φήμη του στον αγγλόφωνο χώρο. Αλλωστε αρκετοί ομοφυλόφιλοι θαυμαστές του, όπως ο E. M. Φόστερ, ο Γ. X. Οντεν, ο φωτογράφος Duane Michals, ο ζωγράφος David Hockney δεν ήξεραν ελληνικά. Τονίζοντας ότι δεν υπάρχει ένας ξεχωριστός ομοφυλοφιλικός τρόπος για να μεταφραστεί η καβαφική ποίηση, ο Μπίεν καταλήγει ότι ο ομοφυλόφιλος έρωτας είναι άγονος και έτσι εξηγείται γιατί ο Καβάφης επιμένει στην πορεία και όχι στο αποτέλεσμα, στην απώλεια και όχι στη σταθερότητα.
Στη δεκαετία του 1990 κυκλοφόρησαν άρθρα για τον Καβάφη και από ξένους ειδικούς στη λογοτεχνία των ομοφυλοφίλων όπως ο Mark Lilly (1993), o Gregory Woods (1998), ενώ δεν έλειψαν και τα λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες για την ομοφυλοφιλική λογοτεχνία (βλ. αυτό του Peter G. Christensen στο «The Gay & Lesbian Literary Heritage», 2002). Μπορεί τα άρθρα αυτά να μην είναι πάντοτε εύστοχα ή επαρκή, ωστόσο αναδεικνύουν τον Καβάφη ως μια κορυφαία μορφή της ομοφυλοφιλικής λογοτεχνίας και αυτό επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και σε μια ημερίδα με θέμα «Νέες προοπτικές για τον Καβάφη», που διοργάνωσε στο University College του Λονδίνου ο Δημήτρης Παπανικολάου (Mellon Fellow του κολεγίου) και στην οποία συμμετείχαν πανεπιστημιακοί (Howard Caygill, Christopher Robinson, Gregory Woods, Γιώργος Συρίμης, Βασίλης Λαμπρόπουλος), ποιητές (Διονύσης Καψάλης), μεταφραστές (Dominique Grandmont) και καλλιτέχνες (Κων. Γιάνναρης, Κατερίνα Αθανασοπούλου).
Ενα από τα επιχειρήματα της ομοφυλοφιλικής προσέγγισης του Καβάφη είναι ότι τα ερωτικά ποιήματά του (αν και συχνά σε τέτοιες προσεγγίσεις ο διαχωρισμός των ποιημάτων σε κατηγορίες αμφισβητείται) απευθύνονταν σε ένα ομοφυλόφιλο κοινό και γι' αυτό δεν διακρίνονται για την πολεμικότητα ή την προκλητικότητά τους. Ως εκ τούτου είναι προσφορότερο ο Καβάφης να συγκρίνεται με σύγχρονους ομοφυλόφιλους ποιητές παρά με την παράδοση της ευρωπαϊκής παρακμιακής ποίησης από τον Ρεμπό και τον Βερλέν ως τον Οσκαρ Ουάιλντ. Για την ομοφυλοφιλική προσέγγιση του Καβάφη, η ποίησή του συνιστά περισσότερο έναν χώρο ταύτισης και διαπραγμάτευσης της ταυτότητας και ως προς αυτό συγκλίνει με τη διασπορική ή συγκρητική προσέγγισή του, που και αυτή έχει προβληθεί τα τελευταία χρόνια από μελετητές του Καβάφη εκτός Ελλάδος.
Και στις δύο προσεγγίσεις ο ρόλος του αναγνώστη δεν είναι απλώς δεκτικός, ή αποκρυπτογραφικός, αλλά βασίζεται στη βιωματική μέθεξη, καθώς η ποίηση του Καβάφη προβάλλει τη διαθεσιμότητά της ως πεδίο ταύτισης και αυτογνωσίας στον αναγνώστη. Και οι δύο προσεγγίσεις αμφισβητούν τις αυστηρές διπολικές αντιθέσεις και αναδεικνύουν τα διάκενα και την πορώδη υφή κάθε ταυτότητας. Σημείο σύγκλισής τους είναι η έννοια της μεταιχμιακότητας και η αίσθηση του συγκρητικού κράματος, ο μετεωρισμός και η αμφιθυμία μεταξύ φύλων, γλωσσών, εθνών και πολιτισμών.
Τελικά ο Καβάφης είναι ο ποιητής που προσδιορίζεται περισσότερο από κάθε άλλον από τα επίθετα που του αποδόθηκαν κατά καιρούς. Παλαιότερα ήταν ο ηδονικός, ο πολιτικός, ο διδακτικός, ο ειρωνικός Καβάφης, ενώ σήμερα πρωτοστατεί, κυρίως εκτός Ελλάδος, ο ομοφυλόφιλος (queer), ο διασπορικός και ο συγκρητικός Καβάφης. Πόσο χρήσιμοι είναι αυτοί οι προσδιορισμοί-ετικέτες δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε, αλλά ενώ από την Ελλάδα προβάλλεται με ειδωλοπλαστικό ζήλο και εθνική έπαρση ο οικουμενικός και διαχρονικός Καβάφης ως σταθερή αξία ή ως ο ποιητής που μιλάει εξακολουθητικά στους αναγνώστες και επηρεάζει ομοτέχνους του, από το εξωτερικό μας συστήνεται ένας Καβάφης πιο προσγειωμένος και επίκαιρος, που συνομιλεί με τις πολιτισμικές και ταυτοτικές ανησυχίες της εποχής μας, καθώς η ποίησή του παρουσιάζεται ως ρευστή, ανοιχτή και διαθέσιμη για να αναγνωρίσουν σε αυτήν οι αναγνώστες τους εαυτούς τους».
Αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 14-12-2003Αρθρογράφος: Δ. Τζιόβας - Καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.