Σάρα Γουότερς: «Η σεξουαλικότητα είναι πολιτική»
Αθήνα
Την αποκαλούν σπουδαία συγγραφέα του «αποκλίνοντος ερωτισμού». Η 45χρονη βρετανή πεζογράφος Σάρα Γουότερς είναι λεσβία και τέσσερα από τα πέντε μυθιστορήματά της οργανώνονται γύρω από γυναικείους χαρακτήρες σε λεσβιακές σχέσεις. Ανακάλυψε τις σεξουαλικές προτιμήσεις της στο πανεπιστήμιο και, συνειδητοποιημένη πλέον, ερεύνησε την ιστορία της λεσβιακής ταυτότητας στη διδακτορική διατριβή της και δραστηριοποιήθηκε στο λεσβιακό κίνημα στη δεκαετία του ’80.
Αυτές τις ημέρες βρέθηκε στην Ελλάδα, προσκεκλημένη του Βρετανικού Συμβουλίου, για να παραστεί στο φεστιβάλ ομοφυλοφιλικού κινηματογράφου Outview Film Festival στο Ινστιτούτο Θερβάντες, όπου προβλήθηκαν δύο σειρές του BBC βασισμένες στα μυθιστορήματά της «Χείλη σαν βελούδο» (Καστανιώτης, 2009) και «Η κλέφτρα» (Αλεξάνδρεια, 2007).
Την ίδια τύχη με το BBC είχε και το «Ξαγρυπνώντας» (Καστανιώτης, 2007), ενώ το «Αffinity» (2000) έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Θα το ακολουθήσει το τελευταίο βιβλίο της, που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, ο «Ανήλικος επισκέπτης» (Καστανιώτης, 2011), μια ιστορία φαντασμάτων σε μια έπαυλη της μεταπολεμικής βρετανικής αριστοκρατίας, από όπου απουσιάζουν λεσβιακοί χαρακτήρες.
Εμπορική και επιτυχημένη, η Σάρα Γουότερς είναι παράλληλα μια συγγραφέας που έχει ξεχωρίσει η κριτική. Βιβλία της συγκαταλέχθηκαν δύο φορές στις βραχείες λίστες για το βραβείο Booker και το βραβείο Orange για γυναίκες συγγραφείς.
Τη συναντήσαμε στο καφέ του ξενοδοχείου της στο κέντρο της Αθήνας. Το ταξίδι της στην Ελλάδα είναι μια παράταση του μήνα του μέλιτος. Παντρεύτηκε μόλις πριν από λίγες ημέρες την επί εννέα χρόνια σύντροφό της.
Είναι η πρώτη της επίσκεψη στην Αθήνα και εντυπωσιάστηκε από τη θέα της βραδινής φωτισμένης Ακρόπολης: «Αγαπώ το Λονδίνο για τα παλιά του κτίρια, αλλά όταν βλέπεις την Ακρόπολη τότε καταλαβαίνεις τι θα πει κτίριο με πραγματικά μεγάλη ιστορία».
Βρήκε μια Αθήνα πολύ καθαρότερη από ό,τι περίμενε και πολύ πιο «αγανακτισμένη». Ταυτίστηκε με τους «Αγανακτισμένους» στο Σύνταγμα γιατί και στη Βρετανία η κατάσταση δεν διαφέρει πολύ. Ανήκει στην Αριστερά και είναι απογοητευμένη από την κυβέρνηση Κάμερον. Την τρομάζουν οι στοχευμένες περικοπές σε βασικές κατακτήσεις, στην παιδεία, στην υγεία, στον πολιτισμό.
«Το θετικό είναι», μας είπε ζυγίζοντας τα πράγματα, «ότι η κατάσταση αυτή έβγαλε ξανά τον κόσμο στους δρόμους, νέους, ηλικιωμένους, όλους. Ο κόσμος είχε τεμπελιάσει πολιτικά και τώρα πολιτικοποιήθηκαν πάλι». Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της προσωπικότητας της Σάρα Γουότερς, όπως συνειδητοποιήσαμε από την κουβέντα μας: προσπαθεί σε κάθε κατάσταση, όσο δυσάρεστη και αν είναι, να βρει τα θετικά της σημεία. Ισως εκεί βασίζεται η μεγάλη ηρεμία που αποπνέει.
Συνομιλήσαμε μαζί της για τα βιβλία της, για τις γυναίκες και τους άνδρες, αλλά και για όσα αφήνει στο σκοτάδι η ετικέτα της λεσβίας συγγραφέως με την οποία συνήθως προβάλλεται: για την Ιστορία και τις κοινωνικές τάξεις, για την πολιτική, για το εκδοτικό σύστημα, αλλά και για τον πριγκιπικό γάμο του Ουίλιαμ με την Κέιτ.
- Βρετανή, γυναίκα, λεσβία, συγγραφέας, ποιο από όλα τα στοιχεία προτάσσετε στην ταυτότητά σας;
«Ολα μαζί και καθένα ξεχωριστά. Είμαι Βρετανή και ασχολούμαι πολύ με τη βρετανική Ιστορία και επίσης νιώθω άνετα με τη λεσβιακή ταυτότητά μου. Ελπίζω όμως ότι οι ιστορίες μου δεν έχουν απήχηση μόνο σε ανθρώπους που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε κάποιο από τα στοιχεία της ταυτότητάς μου αλλά ενδιαφέρουν πολλούς και διαφορετικούς αναγνώστες».
- Βιώσατε ποτέ διακρίσεις λόγω της ομοφυλοφιλίας σας;
«Η ίδια ένιωθα πολύ άνετα και η οικογένειά μου ήταν πολύ υποστηρικτική, αλλά η Βρετανία της δεκαετίας του ’80, όταν ήμουν νεαρή λεσβία, ήταν πολύ συντηρητική. Οι καιροί ήταν δύσκολοι για να είναι κανείς γκέι, από την άλλη όμως υπήρχε μεγάλη επίγνωση για το θέμα της ομοφυλοφιλίας, υπήρχαν οι λεσβιακές κοινότητες, ειδικά στο Λονδίνο. Στο διάστημα που πέρασε βέβαια τα πράγματα άλλαξαν πάρα πολύ, δείτε (και δείχνει τη βέρα της)… Δεν είχα ποτέ τη διακαή επιθυμία να παντρευτώ, αλλά είναι σπουδαίο να έχει κανείς τη δυνατότητα να το κάνει».
- Η διατριβή σας για την ομοφυλόφιλη ιστορική μυθοπλασία από το 1870 και εξής προέκυψε από την ανάγκη να διερευνήσετε περισσότερο τη λεσβιακή σας ταυτότητα;
«Με ενδιαφέρει πολύ η ιστορία της ομοφυλοφιλίας, το πώς προέκυψε αυτό που λέμε “ταυτότητα του ομοφυλόφιλου”. Παγιδευμένοι στο παρόν, πιστεύουμε ότι η ομοφυλοφιλία και η ετεροφυλοφιλία είναι διαχρονικά δύο διακριτές καταστάσεις. Οι έννοιες όμως είναι σύγχρονες. Πάρτε για παράδειγμα την Αρχαία Ελλάδα. Υπήρχε πολλή ομοφυλόφιλη δραστηριότητα, αλλά όχι ομοφυλόφιλη ταυτότητα. Ο 19ος αιώνας στη Βρετανία έχει πολύ ενδιαφέρον, διότι τότε προκύπτουν οι ταυτότητες όπως τις εννοούμε σήμερα, ενώ επιβιώνουν ακόμη παλαιότερες πρακτικές. Κυρίως όμως με απασχόλησε στη διατριβή το πώς γράφουμε για το παρελθόν, πώς γράφουμε για την ομοφυλοφιλία και το παρελθόν, το πώς επινοούμε την Ιστορία κάθε φορά που γράφουμε για το παρελθόν».
- Πώς έγινε η μετάβαση στο βικτοριανό ιστορικό μυθιστόρημα με λεσβίες ηρωίδες;
«Αιτία ήταν οι δυσκολίες που συνάντησα όσο έγραφα τη διατριβή. Τα στοιχεία που έβρισκα ήταν λίγα, μικρές υπόνοιες σε επιστολές και ημερολόγια. Η έλλειψη τεκμηρίων και πηγών είναι απογοητευτική για τον μελετητή, αλλά ενθουσιάζει τον μυθιστοριογράφο, γιατί διαπιστώνεις ότι υπάρχουν πολλά κενά που μπορείς ελεύθερα να γεμίσεις με τη φαντασία σου».
- Η κριτική εντοπίζει στη γραφή σας ομοιότητες με τον Ντίκενς και τον Χένρι Τζέιμς. Ποιες είναι οι λογοτεχνικές αναφορές σας;
«Μου αρέσει πολύ ο Ντίκενς και τα έργα των αδερφών Μπροντέ, ο Γουίλκι Κόλινς και η σκοτεινότερη πλευρά της βικτοριανής μυθοπλασίας. Μου άρεσαν πάντοτε οι αλλόκοτες ιστορίες, μικρή λάτρευα τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ. Με έχει επηρεάσει επίσης η Άντζελα Κάρτερ, με τη “Ματωμένη κάμαρα” όπου θίγει ζητήματα φύλου, και η Α. Σ. Μπάιατ με το “Αιχμάλωτα πάθη”, και επίσης ο Πίτερ Κάρεϊ και ο Πίτερ Άκροϊντ, που γράφουν για το παρελθόν με τρόπο μοντέρνο, μεταμοντέρνο θα έλεγα, όπως και η Χίλαρι Μαντέλ».
- Εκτός από την ομοφυλοφιλία και το παρελθόν, σας απασχολούν στα έργα σας και οι κοινωνικές τάξεις. Σε τι έχουμε κάνει μεγαλύτερη πρόοδο, στην εξάλειψη των ταξικών διακρίσεων ή των διακρίσεων που αφορούν τη σεξουαλικότητα;
«Στη μεταπολεμική εποχή έγιναν στη Βρετανία σπουδαίες αλλαγές σχετικά με τις κοινωνικές τάξεις. Δόθηκε στους ανθρώπους της εργατικής τάξης η δυνατότητα να κάνουν πολλά, υπήρξε μεγάλη κοινωνική κινητικότητα. Η γενιά των γονιών μου –που προέρχονται και δύο από την εργατική τάξη– είχε τη δυνατότητα καλής δωρεάν παιδείας, ωφελήθηκε από το εθνικό σύστημα υγείας και περίθαλψης, οι άνθρωποι κατάφεραν πράγματα στη ζωή τους που οι γονείς τους δεν θα μπορούσαν. Τώρα αυτό αλλάζει, χάνουμε έδαφος στη Βρετανία. Δεν υπάρχει κοινωνική κινητικότητα και το χάσμα πλούσιων και φτωχών διευρύνεται τρομερά. Τα μέλη της τωρινής κυβέρνησης προέρχονται από την τάξη των προνομιούχων. Αποφοίτησαν από ακριβά ιδιωτικά σχολεία, λίγο μπορούν να κατανοήσουν τα προβλήματα που απασχολούν τους περισσότερους και δεν κάνουν τίποτε για να δώσουν ευκαιρίες στους ανθρώπους της εργατικής τάξης.
Οσο για τη γυναίκα και τη σεξουαλικότητα, τα τελευταία 20-30 χρόνια έχουμε πετύχει σημαντικές κατακτήσεις. Υπάρχει όμως και εδώ μια οπισθοδρόμηση τώρα, με την εμμονή με το γυναικείο σώμα, που είναι πιο έντονη ακόμη και από όσο ήταν τη δεκαετία του ’80. Η σεξουαλικοποίηση της ζωής των νεαρών γυναικών και των παιδιών έχει ενταθεί, το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών διευρύνεται διαρκώς. Πρέπει και στα δύο ζητήματα να είμαστε διαρκώς σε επαγρύπνηση, να αγωνιζόμαστε για όσα έχουμε κατακτήσει».
- Ο πριγκιπικός γάμος του Ουίλιαμ με την Κέιτ, με την παγκόσμια προβολή που έλαβε, πιστεύετε ότι αναβίωσε παλαιά ταξικά στερεότυπα;
«Χμ, πραγματικά ο κόσμος στη Βρετανία είχε πάθει εμμονή με τον γάμο. Σε κάποιον βαθμό, θέλω να πιστεύω ότι υπήρχε και μια ειρωνική διάσταση σε αυτή την εμμονή. Για πολλούς ήταν απλώς μια ευκαιρία να βγουν στους δρόμους, να κατασκηνώσουν στα πάρκα και να κάνουν πάρτι, μια ευκαιρία να διασκεδάσουν λίγο σε ζοφερούς καιρούς. Από την άλλη βέβαια, το ταξικό σύστημα στη Βρετανία δεν έχει καταργηθεί. Μας αρέσει να παραπονιόμαστε για τις τάξεις και τους σνομπ, αλλά την ίδια στιγμή μας ελκύει η ταξική ιστορία της Βρετανίας και πολλοί νοσταλγούν την εποχή όπου ο καθένας ήξερε ποια ήταν η θέση του. Ο κόσμος σήμερα φοβάται. Δεν υπάρχει καθαρή εικόνα για το μέλλον, δεν ξέρει πού θα πάει η χώρα, οπότε στρέφεται στο παρελθόν. Θέλω να πιστεύω ότι τα δικά μου μυθιστορήματα δεν εκφράζουν μια νοσταλγία για το παρελθόν, ότι δεν βλέπω το παρελθόν ως καταφύγιο από το παρόν αλλά ότι καταφέρνω να αναδείξω τις ανισότητες και τις εντάσεις εκείνων των εποχών».
- Εχετε κάποια πολιτική στόχευση με τα έργα σας;
«Ανήκω στην Αριστερά, αλλά δεν έχω κάποια “πολιτική ατζέντα” όταν γράφω. Αναπόφευκτα όμως τα ενδιαφέροντά μου για την ιστορία του γυναικείου κινήματος, την ομοφυλοφιλία και τις κοινωνικές τάξεις έχουν πολιτική χροιά».
- Εχετε προταθεί δύο φορές ταυτόχρονα για το βραβείο Booker και το βραβείο Orange γυναικείας λογοτεχνίας, ο οίκος Virago που εκδίδει τα βιβλία σας ειδικεύεται στην έκδοση έργων για τη ζωή των γυναικών. Ανδρική και γυναικεία λογοτεχνία διαφέρουν;
«Λένε ότι οι γυναίκες είναι πολύ καλές στην παρατήρηση μικρών λεπτομερειών της οικιακής ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων –η Τζέιν Οστεν ήταν μαστόρισσα σε αυτό– και ότι οι άνδρες είναι καλύτεροι στην απόδοση της ευρύτερης εικόνας της κοινωνίας. Δεν ξέρω αν ισχύει, αλλά ακόμη κι έτσι, μιλάμε για διαφορετική γραφή, όχι για καλύτερη ή χειρότερη γραφή. Ο λόγος που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν οίκοι όπως ο Virago και βραβεία όπως το Orange είναι επειδή οι γυναίκες βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση και είχαν λίγες ευκαιρίες να φανεί η δουλειά τους στο κυρίαρχο εκδοτικό σύστημα. Σήμερα δεν ξέρω αν υπάρχει η ίδια ανάγκη».
- Μπορεί μια γυναίκα να γίνει «η μεγάλη μυθιστοριογράφος» μιας εθνικής λογοτεχνίας; Στις ΗΠΑ συζητείται πολύ το θέμα τελευταίως και η άποψη είναι πως μόνο οι άνδρες έχουν την τιμή αυτού του χαρακτηρισμού.
«Η βρετανική πεζογραφία σήμερα κυριαρχείται από γυναίκες συγγραφείς, όπως η Χίλαρι Μαντέλ, η Α. Σ. Μπάιατ, αν και στατιστικά είναι αλήθεια ότι για τα έργα των ανδρών γράφονται περισσότερες κριτικές από ό,τι για των γυναικών. Στην Αμερική έχει γίνει θέμα γιατί τους αρέσει να κάνουν μεγάλες δηλώσεις για τη λογοτεχνία με τρόπο που δεν συμβαίνει στη Βρετανία. Φαίνεται ότι υπάρχει η επιθυμία να διατηρήσουν αυτή την αίσθηση του “μεγάλου μυθιστορήματος” ή “του μεγάλου συγγραφέα”, μια επιθυμία ελέγχου της λογοτεχνικής κατάστασης. Στη Βρετανία αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι η λογοτεχνία “ανοίχτηκε”, ότι ακούγονται πολλές διαφορετικές φωνές και ότι η διάκριση ανάμεσα στην ποιοτική και στην εμπορική λογοτεχνία –που είναι χρήσιμη μερικές φορές– έχει παρουσιάσει ρωγμές, γεγονός το οποίο βρίσκω υγιές».
- Πολλοί φοβούνται ότι η εμπορική γυναικεία λογοτεχνία που ταυτίζεται συνήθως με το ελαφρό αισθηματικό μυθιστόρημα διαβρώνει το γούστο του κοινού και είναι απειλή για την ποιοτική λογοτεχνία. Εσείς τι πιστεύετε;
«Πάντοτε υπήρχαν δημοφιλείς συγγραφείς ρομαντικής μυθοπλασίας, νομίζω ότι οι συγγραφείς αυτοί απαντούν σε μια ανάγκη του κόσμου. Και εδώ όμως υπάρχει μια προκατάληψη που βασίζεται στο φύλο. Μιλούν πολλοί για την ελαφριά αισθηματική πεζογραφία που καλλιεργείται από γυναίκες και καταστρέφει τη λογοτεχνία. Υπάρχει αντίστοιχα πολλή pulp fiction γραμμένη από άντρες, πολλά κακά περιπετειώδη και αστυνομικά πεζογραφήματα στα οποία κανείς δεν δίνει τόση έμφαση και κανείς δεν τα θεωρεί απειλή για τη λογοτεχνία. Το ζήτημα στην εποχή μας δεν είναι μεταξύ ανδρικής και γυναικείας λογοτεχνίας αλλά μεταξύ εμπορικού και ποιοτικού βιβλίου. Και εδώ τα πράγματα έχουν αλλάξει. Στη Βρετανία ο κόσμος διαβάζει και αγοράζει πολλά βιβλία. Δημιουργούνται μεγάλα μπεστ-σέλερ τα οποία προωθούν οι εκδότες, τα μεγάλα βιβλιοπωλεία, οι λέσχες ανάγνωσης και τα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία και η απόσταση ανάμεσα στα βιβλία αυτά και σε εκείνα που ακολουθούν στις πωλήσεις είναι τεράστια. Οι εκδότες αναζητούν την επόμενη μεγάλη επιτυχία και δεν επενδύουν σε λιγότερο εμπορικούς συγγραφείς. Από αυτό το σύστημα όμως έχουν ωφεληθεί και οι ποιοτικοί συγγραφείς. Η εποχή μας είναι καλή εποχή για να γίνει γνωστός και εμπορικός ένας ποιοτικός συγγραφέας».
- Εσείς ζείτε από τα βιβλία σας;
«Ζω από τα βιβλία μου, είναι υπέροχο!»
- Ολα τα βιβλία σας έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Κείμενο και εικόνα ωφελούνται αμοιβαία από αυτή τη σχέση ή το ένα λειτουργεί σε βάρος του άλλου;
«Νομίζω ότι το όφελος είναι αμοιβαίο. Εγώ έμεινα ευχαριστημένη από την τηλεοπτική μεταφορά των βιβλίων μου. Βέβαια, το σημαντικό κέρδος του λογοτέχνη είναι ότι η τηλεόραση και ο κινηματογράφος του φέρνουν αναγνώστες και χρήματα».
- Πόσο επηρεάζει η τηλεόραση το αναγνωστικό κοινό; Δώστε μας ένα παράδειγμα από την προσωπική σας εμπειρία.
«Αυτό φάνηκε στις πωλήσεις του βιβλίου μου “Χείλη από βελούδο”, που ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα και δεν ήμουν ακόμη γνωστή. Το αρχικό τιράζ ήταν 5.000 αντίτυπα και οι πωλήσεις ήταν μέτριες. Μόλις γυρίστηκε σε σειρά από το BBC, πουλήθηκαν 60.000 αντίτυπα μόνο στις δύο πρώτες εβδομάδες της προβολής της. Στα επόμενα βιβλία η διαφορά δεν ήταν τόσο μεγάλη».
- Στον «Ανήλικο επισκέπτη» μας μεταφέρετε πιο κοντά στο παρόν, απουσιάζουν οι λεσβίες ηρωίδες και εμφανίζονται φαντάσματα. Εχετε εξαντλήσει το θέμα της ομοφυλοφιλίας και τη φόρμα του ιστορικού μυθιστορήματος; Τι να περιμένουμε στο επόμενο βιβλίο σας;
«Η ιστορία του βιβλίου που γράφω τώρα διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1920, μια εποχή που έχει τρομερό ενδιαφέρον, γιατί συναντάμε ταυτόχρονα την κληρονομιά της βικτοριανής εποχής και την προσμονή του μοντέρνου. Στον “Ανήλικο επισκέπτη” άφησα να με καθοδηγήσουν άλλα ενδιαφέροντά μου, μου άρεσαν πάντοτε οι ιστορίες φαντασμάτων, ήθελα να γράψω μία και το έκανα. Στο μυθιστόρημα που γράφω τώρα, επιστρέφω στο θέμα της σεξουαλικότητας και στις λεσβίες ηρωίδες. Το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας πάντοτε θα με ενδιαφέρει».
πηγή:εφημερίδα Το Βήμα