ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ ΩΣ «ΦΥΣΙΚΟΥ» ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Με αφορμή τη ''Γιορτή της Μητέρας'', αναδημοσιεύουμε το αφιέρωμα του ''Εντός Φύλου'' της ΑΥΓΗΣ (6 Μαϊου), το οποίο παρουσιάζει μια σειρά απο φεμινιστικές προσεγγίσεις πάνω στο ζήτημα της μητρότητας ως ενός κοινωνικά κατασκευασμένου ''φυσικού προορισμού'' των γυναικών ο οποίος σηματοδοτεί μια σειρά από συγκεκριμένους έμφυλους ρόλους στα πλαίσια της οικογένειας. Επιπλέον, μέσα από την φυσικοποίηση του φύλου αλλά και την ένταξη της οικογένειας στον ιδιωτικό χώρο, αναπαράγεται η διάκριση ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο χώρο και ο εγκλωβισμός των γυναικών στον ιδιωτικό
Το αφιέρωμα επιμελήθηκαν η Πόπη Πανουτσοπούλου και η Αλίκη Κοσυφολόγου:
Η ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΩΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ «ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ» Το βασικό στοιχείο που διαφοροποίησε την γυναίκα και την υποβίβασε στην ιεραρχικά δομημένη κοινωνία είναι το οικουμενικό χαρακτηριστικό της μητρότητας.
Από τον τρόπο που σηματοδοτήθηκε η μητρότητα, η αναπαραγωγική δηλαδή ικανότητα της γυναίκας, κυρίως μέσω του κυρίαρχου ιδεολογήματος του ''μητρικού ενστίκτου'' (μιας εγγενούς συγκινησιακής και τρυφερής τάσης της μητέρας προς το ανήμπορο παιδί της), προέκυψε ως κοινωνική πρακτική η φροντίδα και καθορίστηκαν οι έμφυλοι ρόλοι μέσα στην οικογένεια.
Ο κόσμος της φροντίδας (έγνοια, προστασία, θαλπωρή, αυτοθυσία, ασχολία, ντάντεμα κ.α), που φαίνεται να είναι θηλυκοποιημένη έννοια στην κοινωνία μας, συνδέθηκε κατά τρόπο ''φυσικό'' με την γυναίκα και προσδιόρισε την δραστηριότητά της στα πλαίσια της οικογένειας.
Μέσα λοιπόν από την φυσικοποίηση του φύλου οι γυναίκες θεωρήθηκαν οι πιό κατάλληλες για την ανατροφή των παιδιών και ο ρόλος τους κρίθηκε αναντικατάστατος.Έτσι λοιπόν οι γυναίκες κλήθηκαν να υπηρετήσουν μια ''ιερή'' υποχρέωση και ένα κοινωνικό καθήκον με βασικό στοιχείο τους τον εκμεταλλευτικό και καταναγκαστικό χαρακτήρα τους.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι μέσω της μητρότητας και της παροχής φροντίδας, δύο εννοιών άρρηκτα συνδεδεμένων, οι γυναίκες απομονώθηκαν στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού (βλ. το εισαγωγικό σημείωμα του αφιερώματος), βίωσαν ηθικά διλήμματα αναφορικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας και κυρίως με τα παιδιά και σιγά - σιγά άρχισαν και οι ίδιες να διαμορφώνουν μια ανάλογη ηθική νόρμα, που καθόρισε τη ζωή και τη σκέψη τους, διαποτισμένη από πλούσια συναισθήματα προσφοράς και ανιδιοτέλειας.
Μια ηθική αντίληψη και στάση ασύμβατη με την ωφελιμιστική εκείνη των ανδρών που κυριάρχησαν στον δημόσιο χώρο.
Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της λογικής, διαμορφώθηκαν κοινωνικές αντιλήψεις και πολιτικές, καθορίστηκαν οι μορφές εργασίας και εκπαίδευσης, δικαιολογήθηκαν οι διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, με το επιχείρημα ''μη βλάψουμε την μητρότητα'' και εδραιώθηκε η πατριαρχία, η οποία καθήλωσε τις γυναίκες σε παραδοσιακά προσδιορισμένους ρόλους, που βρίσκονται σε απόλυτη αντιστοιχία με τον ''φυσικό'' προορισμό τους.
Η μεταβιομηχανική ανάπτυξη στη Δ. Ευρώπη, με την επικράτηση νέων συσχετισμών, τόσο σε κοινωνικό όσο και οικονομικό επίπεδο, επέφερε μια νέα κατάσταση και νέους κοινωνικούς ρόλους ανάμεσα στα δύο φύλα.
Η ραγδαία εξέλιξη στην επιστήμη και την τεχνολογία, η σημαντική βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης και επαγγελματικής ταυτότητας των γυναικών, η αύξηση της συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας και στην κατανομή του εισοδήματος, επέφεραν δομικές αλλαγές στην σύγχρονη κοινωνία.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΡΟΦΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ «ΚΑΚΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ»
Παρά το γεγονός όμως ότι οι γυναίκες σήμερα έχουν βελτιώσει την θέση τους στην κοινωνία, συνεχίζουν να έχουν τον κυρίαρχο ρόλο μέσα στην οικογένεια. Συνεχίζουν να έχουν την ευθύνη όλων των μελών της οικογένειας, την φροντίδα για την σωματική ανάπτυξη, την ψυχολογική και πνευματική υποστήριξη των παιδιών, με αποτέλεσμα οι μητρικές υποχρεώσεις και ιδιαίτερα των εργαζόμενων μητέρων να αυξάνονται συνέχεια.
Το δίλημμα εξακολουθεί και σήμερα να παραμένει, να επιστρέψουν στο σπίτι και να αφοσιωθούν στον ρόλο της ''καλής'' μητέρας, ή να μην κάνουν παιδιά.Κάποιες άλλες γυναίκες διαπραγματεύονται όπως μπορούν τις μητρικές τους υποχρεώσεις και απαιτήσεις της επαγγελματικής τους ζωής, με αποτέλεσμα να φορτώνονται ενοχές και άγχος, αφού το οικογενειακό και ευρύτερο περιβάλλον είναι έτοιμο να τις εγκαλέσει για παραμέληση των παιδιών.
Το βαρύ φορτίο της ολικής ευθύνης της ανατροφής των παιδιών σε συνδιασμό με το γεγονός ότι καλούνται να υπηρετήσουν μια πρακτική ενασχόληση που απαιτεί δεξιότητες και γνώσεις, έχει σαν αποτέλεσμα την ενοχοποίηση και τα πολλά αδιέξοδα.Η καταπίεση της σύγχρονης μητέρας σήμερα, περνάει και μέσα από την επίσημη ενοχοποίηση των διαφόρων ''ειδικών'' επί της μητρότητας που φιλονικούν για την καλή, την κακή, την αδιάφορη κ.α. μητέρα και που καταλήγουν να αναγνωρίζουν ότι όλα τα δεινά του ανθρώπου πηγάζουν από τα παιδικά τραύματα, αφού όλοι οι εν δυνάμει μελλοντικοί θύτες ήταν παραμελημένα και κακοποιημένα παιδιά.Ορίζονται λοιπόν άπιαστα μητρικά πρότυπα, με τα οποία οι γυναίκες καλούνται να αναμετρηθούν καθημερινά, να είναι δηλαδή πάντα διαθέσιμες και αφοσιωμένες στον ρόλο της τροφού για το ''καλό των παιδιών'' και στο τέλος να χρεώνονται και την ανεπάρκεια.
Έτσι, οι γυναίκες σήμερα απογοητευμένες από την διατήρηση των ανισοτήτων των δύο φύλων καταλήγουν να συνδέονται όλο και περισσότερο με την ιδιωτική σφαίρα της ζωής και τη μητρότητα-πεπρωμένο, προσπαθώντας να ανταπεξέλθουν στους πολλαπλούς και αλληλοσυγκρουόμενους ρόλους που τους έχουν ανατεθεί, προκειμένου να ενσωματώσουν με αποδεκτό τρόπο την θηλυκότητά τους.Όσο η κοινωνία θα αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες της, όσο το κοινωνικό κράτος, η δημόσια παιδεία και υγεία θα υποβαθμίζονται, τόσο οι γυναίκες θα επωμίζονται και άλλα υπέρογκα για τις πλάτες τους βάρη.
Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια για επιστροφή της γυναίκας στον ρόλο της και μιας επανατοποθέτησης της μητρότητας στην καρδιά της γυναικείας μοίρας. Αυτή η θέση, όπως λέει και η Ελιζαμπέτ Μπάντιτερ (γαλλίδα φιλόσοφος-κοινωνιολόγος) είναι μια θέση ξεπερασμένη και αντιδραστική.
Και συνεχίζει λέγοντας, ότι, όταν μιλάμε για την εναρμόνηση οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων, θα πρέπει να πείσουμε τις μητέρες, ότι τα παιδιά δεν είναι προέκταση του εαυτού τους, είναι εντελώς ανεξάρτητες μονάδες και θα εξελιχθούν με τον τρόπο τους, αν εμείς τους το επιτρέψουμε.
Οι ρόλοι ανήκουν στο θέατρο και όχι σε ανθρώπους με νου και αισθήματα...
Πηγή: «Γυναίκα και Υγεία», Επιμέλεια: Ελένη Κορνάρου - Αναστασία Ρουμελιώτη, Εκδόσεις Παπαζήση.
''ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ''
Η προσέγγιση του χώρου με βάση το φύλο (γυναίκα-σπίτι) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την φεμινιστική κριτική που ασκήθηκε στο κυρίαρχο ιδεολόγημα των αρχών της Βιομηχανικής Επανάστασης, ότι δηλαδή η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι (κέντρο της συναισθηματικής ζωής), εντάσσεται στη θεωρία των κοινωνικών κατασκευών και κατανοείται ως κατασκεύασμα σκόπιμων ανθρώπινων ενεργειών.
Ο διαχωρισμός του αστικού χώρου σε αυτόν της εργασίας (ανδρική δημόσια σφαίρα ) και αυτόν του σπιτιού (γυναικεία ιδιωτική σφαίρα) είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή και στην κοινωνική θέση της γυναίκας.
Η εδραίωση των ιεραρχικών σχέσεων ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, σε συνδιασμό με άλλα χαρακτηριστικά των γυναικών, προσδιόρισαν τη θέση της γυναίκας στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο, διατηρώντας την κυρίαρχη θέση της μέσα στην οικογένεια.
Η κατανομή των ρόλων μέσα στην οικογένεια πραγματοποιείται μέσω του έμφυλου προσδιοριστικού χαρακτηριστικού των μελών της.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό διαφοροποίησης είναι το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν την ικανότητα να φέρνουν στον κόσμο παιδιά και αυτή η ικανότητα μεταφράζεται κοινωνικά ως το οικουμενικό χαρακτηριστικό της μητρότητας.Ένα δηλαδή βιολογικό χαρακτηριστικό αποκτά κεντρικό χαρακτήρα και αποτελεί την βάση πάνω στην οποία επιπροστίθεται το κοινωνικό φύλο.Έτσι η μητρότητα κατασκευάζεται σαν ''κάτι'' που υπάρχει πριν η γυναίκα διαμορφωθεί ως τέτοιο και αναδεικνύεται ως κοινός τόπος μιας κοινής και ιστορικής γυναικείας ταυτότητας.
Ο τρόπος αυτός σημασιοδότησης της μητρότητας σημαίνει και τον καθορισμό συγκεκριμένων έμφυλων ρόλων μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, δηλαδή προκύπτουν προστάγματα τα οποία οι γυναίκες οφείλουν να επιτελούν, αν επιθυμούν να ενσωματώσουν με αποδεκτό τρόπο την θηλυκότητά τους.Μέσα λοιπόν από την φυσικοποίηση του φύλου, σε συνδιασμό με χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την τρυφερότητα, τον συναισθηματισμό και την φροντίδα, αλλά και την ένταξη της οικογένειας στον ιδιωτικό χώρο, αναπαράγεται η διάκριση ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο χώρο και ο εγκλωβισμός των γυναικών στον ιδιωτικό.Οι γυναίκες θεωρούνται πιό κατάλληλες για την ανατροφή των παιδιών και ο ρόλος τους κρίνεται ως νευραλγικός και αναντικατάστατος.
Η διάκριση αυτή παραμένει ακόμα και μέχρι σήμερα κυρίαρχη, με αποτέλεσμα να επηρεάζει καθοριστικά την διαμόρφωση της ταυτότητας των κοινωνικών ρόλων, αλλά και των καθημερινών πρακτικών των σημερινών γυναικών.Παράλληλα, δεν παύει έμμεσα να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες σκέφτονται, αλλά και αισθάνονται για το περιβάλλον τους, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιες λειτουργούν και σχετίζονται με τον χώρο τόσο τον ιδιωτικό, όσο και τον δημόσιο.
Πηγή: «Δημόσιος χώρος και φύλο», Επιμέλεια: Μαριάννα Ψύλλα, Εκδόσεις Γιώργος Δαρδανός
ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΕΣ ΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ
Μετάφραση: Αλίκη Κοσυφολόγου*
Η κοινωνική διάσταση της μητρότητας αποτελεί θεμελιώδες διακύβευμα της φεμινιστικής θεωρίας και της πολιτικής της πρακτικής στη Βρετανία, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα.
Οι κριτικές φεμινιστικές προσεγγίσεις της μητρότητας υποστηρίζουν ότι η θηλυκότητα ορίζεται ουσιοκρατικά και στη βάση της υπόθεσης ότι οι γυναίκες έχουν φυσικά ένστικτα, που τις μετατρέπουν σε ανιδιοτελείς τροφούς. Τέτοιες αντιλήψεις μορφοποιούν κοινωνικές πρακτικές που μετατρέπουν τις γυναίκες σε αυτόκλητους παροχείς φροντίδας. Οι θεωρητικές του φεμινισμού υποστηρίζουν ότι τέτοιοι μύθοι είναι κατασκευασμένοι από την πατριαρχία και αναπαράγουν κοινωνικές πρακτικές οι οποίες, αναπόφευκτα, συμβάλλουν στο κοινωνικό αποκλεισμό των γυναικών. Οι σύγχρονες φεμινιστικές προσεγγίσεις πέτυχαν την ευρύτερη δημοσιοποίηση και διάδοση αυτών των προβληματισμών, ωστόσο είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η σύλληψη της φεμινιστικής προβληματικής για την μητρότητα έχει τις καταβολές της στον φεμινισμό του 20ου αιώνα.
Η γαλλίδα συγγραφέας Σιμόν ντε Μπωβουάρ (1908–1986) υποστήριξε ότι οι γυναίκες διαπαιδαγωγούνται, από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, με την αντίληψη ότι είναι φυσικά προορισμένες για να γεννούν παιδιά. Ακούγοντας μια ζωή για τα «θαύματα της μητρότητας», τα μειονεκτήματα αυτής της κατάστασης – εμμηνόρροια, αδιαθεσίες, ακόμη και η βαρετή επανάληψη της εργασίας στην ιδιωτική σφαίρα – δικαιολογούνται όλα από αυτό το «υπέροχο προνόμιο» των γυναικών να φέρνουν παιδιά στον κόσμο. Με αυτόν τον γλαφυρό τρόπο η Μπωβουάρ έδειξε πόσο επιδραστική είναι αυτή η μορφή κοινωνικοποίησης, ώστε να μπορεί να διαμορφώνει την υποτιθέμενα «φυσική τάση» των γυναικών να «επιλέγουν» την μητρότητα.
Το δεύτερο κύμα του φεμινιστικού κινήματος στις ΗΠΑ (στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα) έφερε αυτά τα ερωτήματα στο επίκεντρο. Οι φεμινίστριες υποστήριξαν ότι, διιστορικά, η μητρική εμπειρία έχει οριστεί και καταγραφεί από την πατριαρχική κουλτούρα. Η θρησκεία, η τέχνη, η ιατρική, η ψυχανάλυση και άλλα οχυρά της ανδρικής κυριαρχίας έχουν αντικειμενικοποιήσει την μητρότητα, παραγνωρίζοντας εντελώς τη γυναικεία υποκειμενικότητα και αποσιωπώντας την φωνή των ίδιων των μητέρων. Οι φεμινίστριες ακτιβίστριες επέμειναν στο δικαίωμα των γυναικών της μεσαίας τάξης να δουλεύουν και να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή πέρα από την οικογένεια - (οι γυναίκες της εργατικής τάξης και οι φτωχές γυναίκες δούλευαν ανέκαθεν, ενώ ταυτόχρονα φρόντιζαν τις οικογένειες τους)- , και επίσης επιχείρησαν να καταρρίψουν την άποψη ότι η μητρότητα αποτελεί αναγκαιότητα για κάθε γυναίκα.
Οι φεμινίστριες στη Βρετανία, την Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη επερώτησαν την υπερβολική σημασία που είχε αποδοθεί στη γονιμότητα, επιμένοντας ότι η σύνδεση μεταξύ αναπαραγωγικής διαδικασίας και ανατροφής παιδιών είναι κοινωνικά χειραγωγική και συμβάλλει στον αποκλεισμό των γυναικών από άλλους παραγωγικούς ρόλους. Οι θεωρητικές του φεμινισμού απομυθοποίησαν τον μητρικό ρόλο αποκαλύπτοντας τις κοινωνικές πιέσεις που ασκούνται με απώτερο στόχο τον έλεγχο του γυναικείου σώματος και των παραγωγικών του δυνάμεων. Υποστήριξαν ότι τέτοιες αντιλήψεις περιορίζουν τις δυνατότητες των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα και ταυτόχρονα εμποδίζουν την είσοδο τους στη δημόσια σφαίρα, ενισχύοντας την πατριαρχία.
Αν και οι φεμινίστριες του δεύτερου κύματος δημοσιοποίησαν τα ζητήματα σε σχέση με τη γονιμότητα πιο επιθετικά απ ό,τι πριν, είναι σημαντικό να θυμηθούμε τις πρώιμες προσπάθειες ανάδειξης αυτών των ζητημάτων, οι οποίες έγιναν τη δεκαετία του είκοσι από το κίνημα των σουφραζέττων και να μην ξεχάσουμε την Μάργκαρετ Σάνγκερ (1879–1966), η όποια ίδρυσε τον Αμερικάνικο Σύνδεσμο για την Αντισύλληψη το 1921. Το κίνημα της Σάνγκερ είχε μεγάλη επίδραση στη Βόρεια Αμερική, στη Βρετανία και στην Ινδία αναδεικνύοντας επίμονα το αίτημα του «οικογενειακού προγραμματισμού» ως αναγκαίας συνθήκης για τη διασφάλιση της συμμετοχής των γυναικών στη δημόσια σφαίρα.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα οι φεμινιστικές κριτικές είχαν προχωρήσει σε μια διεισδυτική αποδόμηση των υποτιθέμενων φυσικών καταβολών του μητρικού ενστίκτου καθώς και των ειδικών ψυχολογικών χαρακτηριστικών της σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μητέρα και στο παιδί. Αυτή η θεματική ανάλυσης είναι κοινή στις φεμινιστικές προσεγγίσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά και στην Ιαπωνία και στην Ινδία.
Αυτή η τάση εκφράστηκε από τις ιαπωνίδες φεμινίστριες, την δεκαετία του εβδομήντα, με την αμφισβήτηση του bosei (του ενδότερού μητρικού ενστίκτου) και την ανάδειξη των κοινωνικά κατασκευασμένων χαρακτηριστικών του. Επιχείρησαν να δείξουν ότι η κυρίαρχη ταύτιση της θηλυκότητας με την μητρότητα, δηλαδή της μητρότητας ως κάτι φυσικού και ενστικτώδους για τις γυναίκες, αποτελεί μια διαδεδομένη κοινωνική κατασκευή, η οποία πρέπει να καταρριφθεί.
Μητρότητα και φυλετικές διακρίσεις
Ο φεμινισμός και οι αναστοχαστικές θεωρήσεις στο γυναικείο κίνημα στη Β.Αμερική και στην Ευρώπη επίσης απέδωσαν έμφαση στο γεγονός ότι οι αντιλήψεις για τη μητρότητα διαπερνώνται από φυλετικά στερεότυπα και διαμορφώνονται στο πλαίσιο των επικρατουσών κοινωνικών ιεραρχιών. Για παράδειγμα, στη Βόρεια Αμερική, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, τόσο οι αφροαμερικάνες όσο και οι λευκές γυναίκες ενθαρρύνονταν να αντιμετωπίσουν την μητρότητα ως ένα εθνικό - φυλετικό πρόταγμα. Ο συμβολισμός μητέρα – έθνος είχε γίνει συστατικό στοιχείο κάθε εθνικο – πατριωτικού λόγου.
Λογοτεχνικά έργα για την σεξουαλική αφύπνιση όπως για παράδειγμα της της Κειτ Σοπέν (1851–1904) και της Έντιθ Γουάρτον (1862–1937) απεικονίζουν την μητρότητα ως περιοριστική στο ατομικό επίπεδο, όμως φυλετικά αναγκαία. Πάντως, φεμινιστικές προσεγγίσεις στον αμερικάνικο χώρο έχουν δείξει, ότι αρκετές από τις λογοτεχνικές απεικονίσεις της μητρότητας για τις αφροαμερικάνες γυναίκες σπάνια εμφανίζουν τις μητέρες ως ενεργούς κοινωνικούς δρώντες, αλλά κυρίως τις αναπαριστούν ως παθητικά όργανα για την αναπαραγωγή.
Οι φεμινιστικές κριτικές που παράχθηκαν στο χώρο της Νότιας Αφρικής αποδεικνύουν πως οι εθνικιστικοί και πατριαρχικοί λόγοι έχουν χρησιμοποιήσει το στερεότυπο της αφρικανής γυναίκας – μητέρας. Αυτό το στερεότυπο έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για επαινεθούν τα «μοναδικά» προσόντα της προστατευτικότητας και της ανιδιοτέλειας που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζουν τις αφρικανές, προσόντα τα οποία πιστεύεται ότι τις αναδεικνύουν ηθικά και πολιτιστικά «ανώτερες» από τις γυναίκες της δύσης. Τέτοιες εθνικιστικές αντιλήψεις διαπερνούν την εθνικιστική ποίηση και πεζογραφία των δεκαετιών πενήντα και εξήντα, όπου η αφρικανή μητέρα παρουσιάζεται να συμμετέχει σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων στην δημόσια και ιδιωτική ζωή.
Από μια άλλη σκοπιά η εθνογραφική έρευνα από την Ασία ως τον Ειρηνικό δείχνει ότι οι τρόποι που βιώνεται η μητρότητα ποικίλλουν αρκετά και εξαρτώνται από τον ιστορικό χρόνο και τις εντόπιες αντιλήψεις. Για παράδειγμα, η εμπειρία της μητρότητας στις αποικιοκρατούμενες κοινωνίες είχε διαμορφωθεί από αποικιακές πολιτικές, ιεραποστολικές επιρροές και την αντιπαράθεση ανάμεσα στη δυτική ιατρική και στις παραδοσιακές μεθόδους για τον τοκετό.
Οι θεωρητικές του φεμινισμού και οι συγγραφείς επερωτούν τις διάφορες αναπαράστασεις και τα κοινωνικά στερεότυπα για τη μητρότητα που υπηρετούν την πατριαρχία και αναπαράγονται μέσω αυτής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι χρήσιμο να τονιστεί ότι οι φεμινίστριες δεν απορρίπτουν, ούτε υποβαθμίζουν την μητρότητα.
Ο σκοπός τους είναι να καταρρίψουν τα στερεότυπα, τους μύθους και τις παραδοχές που ωθούν τις γυναίκες στην υιοθέτηση καταπιεστικών ρόλων, ενώ παραγνωρίζονται τα πραγματικά χαρακτηριστικά της εμπειρίας της μητρότητας. Οι φεμινιστικές φωνές επιδιώκουν να απελευθερώσουν την μητρότητα από τους μύθους και τα στερεότυπα που την περιορίζουν σ ένα εξαιρετικά στενό πεδίο, χωρίς να αφήνουν στις γυναίκες καθόλου χώρο για να επιλέξουν και να υλοποιήσουν διαφορετικές ταυτότητες.
*Πηγή : Motherhood and Maternity - Feminist Critiques - Women, Social, Maternal, and Feminists (http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=3232:-l-r-lr-&catid=94:gynaika&Itemid=277#ixzz1KpBYJhgN)
Με αφορμή τη ''Γιορτή της Μητέρας'', αναδημοσιεύουμε το αφιέρωμα του ''Εντός Φύλου'' της ΑΥΓΗΣ (6 Μαϊου), το οποίο παρουσιάζει μια σειρά απο φεμινιστικές προσεγγίσεις πάνω στο ζήτημα της μητρότητας ως ενός κοινωνικά κατασκευασμένου ''φυσικού προορισμού'' των γυναικών ο οποίος σηματοδοτεί μια σειρά από συγκεκριμένους έμφυλους ρόλους στα πλαίσια της οικογένειας. Επιπλέον, μέσα από την φυσικοποίηση του φύλου αλλά και την ένταξη της οικογένειας στον ιδιωτικό χώρο, αναπαράγεται η διάκριση ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο χώρο και ο εγκλωβισμός των γυναικών στον ιδιωτικό
Το αφιέρωμα επιμελήθηκαν η Πόπη Πανουτσοπούλου και η Αλίκη Κοσυφολόγου:
Η ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΩΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ «ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ» Το βασικό στοιχείο που διαφοροποίησε την γυναίκα και την υποβίβασε στην ιεραρχικά δομημένη κοινωνία είναι το οικουμενικό χαρακτηριστικό της μητρότητας.
Από τον τρόπο που σηματοδοτήθηκε η μητρότητα, η αναπαραγωγική δηλαδή ικανότητα της γυναίκας, κυρίως μέσω του κυρίαρχου ιδεολογήματος του ''μητρικού ενστίκτου'' (μιας εγγενούς συγκινησιακής και τρυφερής τάσης της μητέρας προς το ανήμπορο παιδί της), προέκυψε ως κοινωνική πρακτική η φροντίδα και καθορίστηκαν οι έμφυλοι ρόλοι μέσα στην οικογένεια.
Ο κόσμος της φροντίδας (έγνοια, προστασία, θαλπωρή, αυτοθυσία, ασχολία, ντάντεμα κ.α), που φαίνεται να είναι θηλυκοποιημένη έννοια στην κοινωνία μας, συνδέθηκε κατά τρόπο ''φυσικό'' με την γυναίκα και προσδιόρισε την δραστηριότητά της στα πλαίσια της οικογένειας.
Μέσα λοιπόν από την φυσικοποίηση του φύλου οι γυναίκες θεωρήθηκαν οι πιό κατάλληλες για την ανατροφή των παιδιών και ο ρόλος τους κρίθηκε αναντικατάστατος.Έτσι λοιπόν οι γυναίκες κλήθηκαν να υπηρετήσουν μια ''ιερή'' υποχρέωση και ένα κοινωνικό καθήκον με βασικό στοιχείο τους τον εκμεταλλευτικό και καταναγκαστικό χαρακτήρα τους.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι μέσω της μητρότητας και της παροχής φροντίδας, δύο εννοιών άρρηκτα συνδεδεμένων, οι γυναίκες απομονώθηκαν στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού (βλ. το εισαγωγικό σημείωμα του αφιερώματος), βίωσαν ηθικά διλήμματα αναφορικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας και κυρίως με τα παιδιά και σιγά - σιγά άρχισαν και οι ίδιες να διαμορφώνουν μια ανάλογη ηθική νόρμα, που καθόρισε τη ζωή και τη σκέψη τους, διαποτισμένη από πλούσια συναισθήματα προσφοράς και ανιδιοτέλειας.
Μια ηθική αντίληψη και στάση ασύμβατη με την ωφελιμιστική εκείνη των ανδρών που κυριάρχησαν στον δημόσιο χώρο.
Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της λογικής, διαμορφώθηκαν κοινωνικές αντιλήψεις και πολιτικές, καθορίστηκαν οι μορφές εργασίας και εκπαίδευσης, δικαιολογήθηκαν οι διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, με το επιχείρημα ''μη βλάψουμε την μητρότητα'' και εδραιώθηκε η πατριαρχία, η οποία καθήλωσε τις γυναίκες σε παραδοσιακά προσδιορισμένους ρόλους, που βρίσκονται σε απόλυτη αντιστοιχία με τον ''φυσικό'' προορισμό τους.
Η μεταβιομηχανική ανάπτυξη στη Δ. Ευρώπη, με την επικράτηση νέων συσχετισμών, τόσο σε κοινωνικό όσο και οικονομικό επίπεδο, επέφερε μια νέα κατάσταση και νέους κοινωνικούς ρόλους ανάμεσα στα δύο φύλα.
Η ραγδαία εξέλιξη στην επιστήμη και την τεχνολογία, η σημαντική βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης και επαγγελματικής ταυτότητας των γυναικών, η αύξηση της συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας και στην κατανομή του εισοδήματος, επέφεραν δομικές αλλαγές στην σύγχρονη κοινωνία.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΡΟΦΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ «ΚΑΚΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ»
Παρά το γεγονός όμως ότι οι γυναίκες σήμερα έχουν βελτιώσει την θέση τους στην κοινωνία, συνεχίζουν να έχουν τον κυρίαρχο ρόλο μέσα στην οικογένεια. Συνεχίζουν να έχουν την ευθύνη όλων των μελών της οικογένειας, την φροντίδα για την σωματική ανάπτυξη, την ψυχολογική και πνευματική υποστήριξη των παιδιών, με αποτέλεσμα οι μητρικές υποχρεώσεις και ιδιαίτερα των εργαζόμενων μητέρων να αυξάνονται συνέχεια.
Το δίλημμα εξακολουθεί και σήμερα να παραμένει, να επιστρέψουν στο σπίτι και να αφοσιωθούν στον ρόλο της ''καλής'' μητέρας, ή να μην κάνουν παιδιά.Κάποιες άλλες γυναίκες διαπραγματεύονται όπως μπορούν τις μητρικές τους υποχρεώσεις και απαιτήσεις της επαγγελματικής τους ζωής, με αποτέλεσμα να φορτώνονται ενοχές και άγχος, αφού το οικογενειακό και ευρύτερο περιβάλλον είναι έτοιμο να τις εγκαλέσει για παραμέληση των παιδιών.
Το βαρύ φορτίο της ολικής ευθύνης της ανατροφής των παιδιών σε συνδιασμό με το γεγονός ότι καλούνται να υπηρετήσουν μια πρακτική ενασχόληση που απαιτεί δεξιότητες και γνώσεις, έχει σαν αποτέλεσμα την ενοχοποίηση και τα πολλά αδιέξοδα.Η καταπίεση της σύγχρονης μητέρας σήμερα, περνάει και μέσα από την επίσημη ενοχοποίηση των διαφόρων ''ειδικών'' επί της μητρότητας που φιλονικούν για την καλή, την κακή, την αδιάφορη κ.α. μητέρα και που καταλήγουν να αναγνωρίζουν ότι όλα τα δεινά του ανθρώπου πηγάζουν από τα παιδικά τραύματα, αφού όλοι οι εν δυνάμει μελλοντικοί θύτες ήταν παραμελημένα και κακοποιημένα παιδιά.Ορίζονται λοιπόν άπιαστα μητρικά πρότυπα, με τα οποία οι γυναίκες καλούνται να αναμετρηθούν καθημερινά, να είναι δηλαδή πάντα διαθέσιμες και αφοσιωμένες στον ρόλο της τροφού για το ''καλό των παιδιών'' και στο τέλος να χρεώνονται και την ανεπάρκεια.
Έτσι, οι γυναίκες σήμερα απογοητευμένες από την διατήρηση των ανισοτήτων των δύο φύλων καταλήγουν να συνδέονται όλο και περισσότερο με την ιδιωτική σφαίρα της ζωής και τη μητρότητα-πεπρωμένο, προσπαθώντας να ανταπεξέλθουν στους πολλαπλούς και αλληλοσυγκρουόμενους ρόλους που τους έχουν ανατεθεί, προκειμένου να ενσωματώσουν με αποδεκτό τρόπο την θηλυκότητά τους.Όσο η κοινωνία θα αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες της, όσο το κοινωνικό κράτος, η δημόσια παιδεία και υγεία θα υποβαθμίζονται, τόσο οι γυναίκες θα επωμίζονται και άλλα υπέρογκα για τις πλάτες τους βάρη.
Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια για επιστροφή της γυναίκας στον ρόλο της και μιας επανατοποθέτησης της μητρότητας στην καρδιά της γυναικείας μοίρας. Αυτή η θέση, όπως λέει και η Ελιζαμπέτ Μπάντιτερ (γαλλίδα φιλόσοφος-κοινωνιολόγος) είναι μια θέση ξεπερασμένη και αντιδραστική.
Και συνεχίζει λέγοντας, ότι, όταν μιλάμε για την εναρμόνηση οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων, θα πρέπει να πείσουμε τις μητέρες, ότι τα παιδιά δεν είναι προέκταση του εαυτού τους, είναι εντελώς ανεξάρτητες μονάδες και θα εξελιχθούν με τον τρόπο τους, αν εμείς τους το επιτρέψουμε.
Οι ρόλοι ανήκουν στο θέατρο και όχι σε ανθρώπους με νου και αισθήματα...
Πηγή: «Γυναίκα και Υγεία», Επιμέλεια: Ελένη Κορνάρου - Αναστασία Ρουμελιώτη, Εκδόσεις Παπαζήση.
''ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ''
Η προσέγγιση του χώρου με βάση το φύλο (γυναίκα-σπίτι) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την φεμινιστική κριτική που ασκήθηκε στο κυρίαρχο ιδεολόγημα των αρχών της Βιομηχανικής Επανάστασης, ότι δηλαδή η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι (κέντρο της συναισθηματικής ζωής), εντάσσεται στη θεωρία των κοινωνικών κατασκευών και κατανοείται ως κατασκεύασμα σκόπιμων ανθρώπινων ενεργειών.
Ο διαχωρισμός του αστικού χώρου σε αυτόν της εργασίας (ανδρική δημόσια σφαίρα ) και αυτόν του σπιτιού (γυναικεία ιδιωτική σφαίρα) είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή και στην κοινωνική θέση της γυναίκας.
Η εδραίωση των ιεραρχικών σχέσεων ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, σε συνδιασμό με άλλα χαρακτηριστικά των γυναικών, προσδιόρισαν τη θέση της γυναίκας στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο, διατηρώντας την κυρίαρχη θέση της μέσα στην οικογένεια.
Η κατανομή των ρόλων μέσα στην οικογένεια πραγματοποιείται μέσω του έμφυλου προσδιοριστικού χαρακτηριστικού των μελών της.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό διαφοροποίησης είναι το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν την ικανότητα να φέρνουν στον κόσμο παιδιά και αυτή η ικανότητα μεταφράζεται κοινωνικά ως το οικουμενικό χαρακτηριστικό της μητρότητας.Ένα δηλαδή βιολογικό χαρακτηριστικό αποκτά κεντρικό χαρακτήρα και αποτελεί την βάση πάνω στην οποία επιπροστίθεται το κοινωνικό φύλο.Έτσι η μητρότητα κατασκευάζεται σαν ''κάτι'' που υπάρχει πριν η γυναίκα διαμορφωθεί ως τέτοιο και αναδεικνύεται ως κοινός τόπος μιας κοινής και ιστορικής γυναικείας ταυτότητας.
Ο τρόπος αυτός σημασιοδότησης της μητρότητας σημαίνει και τον καθορισμό συγκεκριμένων έμφυλων ρόλων μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, δηλαδή προκύπτουν προστάγματα τα οποία οι γυναίκες οφείλουν να επιτελούν, αν επιθυμούν να ενσωματώσουν με αποδεκτό τρόπο την θηλυκότητά τους.Μέσα λοιπόν από την φυσικοποίηση του φύλου, σε συνδιασμό με χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την τρυφερότητα, τον συναισθηματισμό και την φροντίδα, αλλά και την ένταξη της οικογένειας στον ιδιωτικό χώρο, αναπαράγεται η διάκριση ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο χώρο και ο εγκλωβισμός των γυναικών στον ιδιωτικό.Οι γυναίκες θεωρούνται πιό κατάλληλες για την ανατροφή των παιδιών και ο ρόλος τους κρίνεται ως νευραλγικός και αναντικατάστατος.
Η διάκριση αυτή παραμένει ακόμα και μέχρι σήμερα κυρίαρχη, με αποτέλεσμα να επηρεάζει καθοριστικά την διαμόρφωση της ταυτότητας των κοινωνικών ρόλων, αλλά και των καθημερινών πρακτικών των σημερινών γυναικών.Παράλληλα, δεν παύει έμμεσα να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες σκέφτονται, αλλά και αισθάνονται για το περιβάλλον τους, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιες λειτουργούν και σχετίζονται με τον χώρο τόσο τον ιδιωτικό, όσο και τον δημόσιο.
Πηγή: «Δημόσιος χώρος και φύλο», Επιμέλεια: Μαριάννα Ψύλλα, Εκδόσεις Γιώργος Δαρδανός
ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΕΣ ΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ
Μετάφραση: Αλίκη Κοσυφολόγου*
Η κοινωνική διάσταση της μητρότητας αποτελεί θεμελιώδες διακύβευμα της φεμινιστικής θεωρίας και της πολιτικής της πρακτικής στη Βρετανία, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα.
Οι κριτικές φεμινιστικές προσεγγίσεις της μητρότητας υποστηρίζουν ότι η θηλυκότητα ορίζεται ουσιοκρατικά και στη βάση της υπόθεσης ότι οι γυναίκες έχουν φυσικά ένστικτα, που τις μετατρέπουν σε ανιδιοτελείς τροφούς. Τέτοιες αντιλήψεις μορφοποιούν κοινωνικές πρακτικές που μετατρέπουν τις γυναίκες σε αυτόκλητους παροχείς φροντίδας. Οι θεωρητικές του φεμινισμού υποστηρίζουν ότι τέτοιοι μύθοι είναι κατασκευασμένοι από την πατριαρχία και αναπαράγουν κοινωνικές πρακτικές οι οποίες, αναπόφευκτα, συμβάλλουν στο κοινωνικό αποκλεισμό των γυναικών. Οι σύγχρονες φεμινιστικές προσεγγίσεις πέτυχαν την ευρύτερη δημοσιοποίηση και διάδοση αυτών των προβληματισμών, ωστόσο είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η σύλληψη της φεμινιστικής προβληματικής για την μητρότητα έχει τις καταβολές της στον φεμινισμό του 20ου αιώνα.
Η γαλλίδα συγγραφέας Σιμόν ντε Μπωβουάρ (1908–1986) υποστήριξε ότι οι γυναίκες διαπαιδαγωγούνται, από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, με την αντίληψη ότι είναι φυσικά προορισμένες για να γεννούν παιδιά. Ακούγοντας μια ζωή για τα «θαύματα της μητρότητας», τα μειονεκτήματα αυτής της κατάστασης – εμμηνόρροια, αδιαθεσίες, ακόμη και η βαρετή επανάληψη της εργασίας στην ιδιωτική σφαίρα – δικαιολογούνται όλα από αυτό το «υπέροχο προνόμιο» των γυναικών να φέρνουν παιδιά στον κόσμο. Με αυτόν τον γλαφυρό τρόπο η Μπωβουάρ έδειξε πόσο επιδραστική είναι αυτή η μορφή κοινωνικοποίησης, ώστε να μπορεί να διαμορφώνει την υποτιθέμενα «φυσική τάση» των γυναικών να «επιλέγουν» την μητρότητα.
Το δεύτερο κύμα του φεμινιστικού κινήματος στις ΗΠΑ (στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα) έφερε αυτά τα ερωτήματα στο επίκεντρο. Οι φεμινίστριες υποστήριξαν ότι, διιστορικά, η μητρική εμπειρία έχει οριστεί και καταγραφεί από την πατριαρχική κουλτούρα. Η θρησκεία, η τέχνη, η ιατρική, η ψυχανάλυση και άλλα οχυρά της ανδρικής κυριαρχίας έχουν αντικειμενικοποιήσει την μητρότητα, παραγνωρίζοντας εντελώς τη γυναικεία υποκειμενικότητα και αποσιωπώντας την φωνή των ίδιων των μητέρων. Οι φεμινίστριες ακτιβίστριες επέμειναν στο δικαίωμα των γυναικών της μεσαίας τάξης να δουλεύουν και να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή πέρα από την οικογένεια - (οι γυναίκες της εργατικής τάξης και οι φτωχές γυναίκες δούλευαν ανέκαθεν, ενώ ταυτόχρονα φρόντιζαν τις οικογένειες τους)- , και επίσης επιχείρησαν να καταρρίψουν την άποψη ότι η μητρότητα αποτελεί αναγκαιότητα για κάθε γυναίκα.
Οι φεμινίστριες στη Βρετανία, την Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη επερώτησαν την υπερβολική σημασία που είχε αποδοθεί στη γονιμότητα, επιμένοντας ότι η σύνδεση μεταξύ αναπαραγωγικής διαδικασίας και ανατροφής παιδιών είναι κοινωνικά χειραγωγική και συμβάλλει στον αποκλεισμό των γυναικών από άλλους παραγωγικούς ρόλους. Οι θεωρητικές του φεμινισμού απομυθοποίησαν τον μητρικό ρόλο αποκαλύπτοντας τις κοινωνικές πιέσεις που ασκούνται με απώτερο στόχο τον έλεγχο του γυναικείου σώματος και των παραγωγικών του δυνάμεων. Υποστήριξαν ότι τέτοιες αντιλήψεις περιορίζουν τις δυνατότητες των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα και ταυτόχρονα εμποδίζουν την είσοδο τους στη δημόσια σφαίρα, ενισχύοντας την πατριαρχία.
Αν και οι φεμινίστριες του δεύτερου κύματος δημοσιοποίησαν τα ζητήματα σε σχέση με τη γονιμότητα πιο επιθετικά απ ό,τι πριν, είναι σημαντικό να θυμηθούμε τις πρώιμες προσπάθειες ανάδειξης αυτών των ζητημάτων, οι οποίες έγιναν τη δεκαετία του είκοσι από το κίνημα των σουφραζέττων και να μην ξεχάσουμε την Μάργκαρετ Σάνγκερ (1879–1966), η όποια ίδρυσε τον Αμερικάνικο Σύνδεσμο για την Αντισύλληψη το 1921. Το κίνημα της Σάνγκερ είχε μεγάλη επίδραση στη Βόρεια Αμερική, στη Βρετανία και στην Ινδία αναδεικνύοντας επίμονα το αίτημα του «οικογενειακού προγραμματισμού» ως αναγκαίας συνθήκης για τη διασφάλιση της συμμετοχής των γυναικών στη δημόσια σφαίρα.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα οι φεμινιστικές κριτικές είχαν προχωρήσει σε μια διεισδυτική αποδόμηση των υποτιθέμενων φυσικών καταβολών του μητρικού ενστίκτου καθώς και των ειδικών ψυχολογικών χαρακτηριστικών της σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μητέρα και στο παιδί. Αυτή η θεματική ανάλυσης είναι κοινή στις φεμινιστικές προσεγγίσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά και στην Ιαπωνία και στην Ινδία.
Αυτή η τάση εκφράστηκε από τις ιαπωνίδες φεμινίστριες, την δεκαετία του εβδομήντα, με την αμφισβήτηση του bosei (του ενδότερού μητρικού ενστίκτου) και την ανάδειξη των κοινωνικά κατασκευασμένων χαρακτηριστικών του. Επιχείρησαν να δείξουν ότι η κυρίαρχη ταύτιση της θηλυκότητας με την μητρότητα, δηλαδή της μητρότητας ως κάτι φυσικού και ενστικτώδους για τις γυναίκες, αποτελεί μια διαδεδομένη κοινωνική κατασκευή, η οποία πρέπει να καταρριφθεί.
Μητρότητα και φυλετικές διακρίσεις
Ο φεμινισμός και οι αναστοχαστικές θεωρήσεις στο γυναικείο κίνημα στη Β.Αμερική και στην Ευρώπη επίσης απέδωσαν έμφαση στο γεγονός ότι οι αντιλήψεις για τη μητρότητα διαπερνώνται από φυλετικά στερεότυπα και διαμορφώνονται στο πλαίσιο των επικρατουσών κοινωνικών ιεραρχιών. Για παράδειγμα, στη Βόρεια Αμερική, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, τόσο οι αφροαμερικάνες όσο και οι λευκές γυναίκες ενθαρρύνονταν να αντιμετωπίσουν την μητρότητα ως ένα εθνικό - φυλετικό πρόταγμα. Ο συμβολισμός μητέρα – έθνος είχε γίνει συστατικό στοιχείο κάθε εθνικο – πατριωτικού λόγου.
Λογοτεχνικά έργα για την σεξουαλική αφύπνιση όπως για παράδειγμα της της Κειτ Σοπέν (1851–1904) και της Έντιθ Γουάρτον (1862–1937) απεικονίζουν την μητρότητα ως περιοριστική στο ατομικό επίπεδο, όμως φυλετικά αναγκαία. Πάντως, φεμινιστικές προσεγγίσεις στον αμερικάνικο χώρο έχουν δείξει, ότι αρκετές από τις λογοτεχνικές απεικονίσεις της μητρότητας για τις αφροαμερικάνες γυναίκες σπάνια εμφανίζουν τις μητέρες ως ενεργούς κοινωνικούς δρώντες, αλλά κυρίως τις αναπαριστούν ως παθητικά όργανα για την αναπαραγωγή.
Οι φεμινιστικές κριτικές που παράχθηκαν στο χώρο της Νότιας Αφρικής αποδεικνύουν πως οι εθνικιστικοί και πατριαρχικοί λόγοι έχουν χρησιμοποιήσει το στερεότυπο της αφρικανής γυναίκας – μητέρας. Αυτό το στερεότυπο έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για επαινεθούν τα «μοναδικά» προσόντα της προστατευτικότητας και της ανιδιοτέλειας που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζουν τις αφρικανές, προσόντα τα οποία πιστεύεται ότι τις αναδεικνύουν ηθικά και πολιτιστικά «ανώτερες» από τις γυναίκες της δύσης. Τέτοιες εθνικιστικές αντιλήψεις διαπερνούν την εθνικιστική ποίηση και πεζογραφία των δεκαετιών πενήντα και εξήντα, όπου η αφρικανή μητέρα παρουσιάζεται να συμμετέχει σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων στην δημόσια και ιδιωτική ζωή.
Από μια άλλη σκοπιά η εθνογραφική έρευνα από την Ασία ως τον Ειρηνικό δείχνει ότι οι τρόποι που βιώνεται η μητρότητα ποικίλλουν αρκετά και εξαρτώνται από τον ιστορικό χρόνο και τις εντόπιες αντιλήψεις. Για παράδειγμα, η εμπειρία της μητρότητας στις αποικιοκρατούμενες κοινωνίες είχε διαμορφωθεί από αποικιακές πολιτικές, ιεραποστολικές επιρροές και την αντιπαράθεση ανάμεσα στη δυτική ιατρική και στις παραδοσιακές μεθόδους για τον τοκετό.
Οι θεωρητικές του φεμινισμού και οι συγγραφείς επερωτούν τις διάφορες αναπαράστασεις και τα κοινωνικά στερεότυπα για τη μητρότητα που υπηρετούν την πατριαρχία και αναπαράγονται μέσω αυτής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι χρήσιμο να τονιστεί ότι οι φεμινίστριες δεν απορρίπτουν, ούτε υποβαθμίζουν την μητρότητα.
Ο σκοπός τους είναι να καταρρίψουν τα στερεότυπα, τους μύθους και τις παραδοχές που ωθούν τις γυναίκες στην υιοθέτηση καταπιεστικών ρόλων, ενώ παραγνωρίζονται τα πραγματικά χαρακτηριστικά της εμπειρίας της μητρότητας. Οι φεμινιστικές φωνές επιδιώκουν να απελευθερώσουν την μητρότητα από τους μύθους και τα στερεότυπα που την περιορίζουν σ ένα εξαιρετικά στενό πεδίο, χωρίς να αφήνουν στις γυναίκες καθόλου χώρο για να επιλέξουν και να υλοποιήσουν διαφορετικές ταυτότητες.
*Πηγή : Motherhood and Maternity - Feminist Critiques - Women, Social, Maternal, and Feminists (http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=3232:-l-r-lr-&catid=94:gynaika&Itemid=277#ixzz1KpBYJhgN)