ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΜΕ ΤΗΝ Α.Λ.Ο.Κ. (ΑΤΥΠΗ ΛΕΣΒΙΑΚΗ ΟΜΑΔΑ ΚΡΗΤΗΣ)

ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ - ΓΙΝΕ ΚΑΙ ΕΣΥ ΕΝΕΡΓΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ ΜΑΣ

http://clubs.pathfinder.gr/lesbiancrete

Σπούτνικ αγαπημένη



«Ήταν άνοιξη, όταν η Σουμίρε, στα είκοσι δύο της χρόνια, ερωτεύτηκε για πρώτη φορά. Και ήταν μια αγάπη δυνατή, ένας πραγματικός τυφώνας που σάρωσε το τοπίο της ζωής της –ισοπεδώνοντας τα πάντα στο διάβα του, παρασέρνοντας ό,τι ήταν όρθιο, διαλύοντας το, συνθλίβοντάς το. Η ένταση του τυφώνα δεν μειώθηκε καθόλου καθώς διέσχιζε τον ωκεανό, έκανε στάχτη το Άνγκορ Βατ, κατάκαψε μια ινδική ζούγκλα, μαζί με τις τίγρεις και τα άλλα ζώα, για να μετατραπεί σε αμμοθύελλα στην περσική έρημο θάβοντας ένα εξωτικό φρούριο κάτω από μια θάλασσα άμμου.
Με άλλα λόγια, ήταν ένας έρωτας τεραστίων διαστάσεων. Το αντικείμενο του έρωτά της έτυχε να είναι δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερό της και παντρεμένο. Και το σημαντικότερο: ήταν γένους θηλυκού. Απ' αυτό ξεκίνησαν όλα και σ' αυτό κατέληξαν. Σχεδόν».
Ο Κ. είναι ερωτευμένος με τη Σουμίρε, όμως η Σουμίρε είναι ερωτευμένη με τη Μίου. Κι ενώ η Σουμίρε περνάει μια φάση ενδοσκόπησης για να καταλάβει αν το ότι είναι ερωτευμένη με τη Μίου σημαίνει πως είναι ομοφυλόφιλη, ο Κ. παρηγοριέται στην αγκαλιά της μητέρας ενός μαθητή του.
Το ερωτικό τρίγωνο που έγινε κουβάρι θα μπερδευτεί ακόμη περισσότερο όταν η Μίου θα τηλεφωνήσει στον Κ. από ένα ελληνικό νησί για να του ανακοινώσει πως η Σουμίρε εξαφανίστηκε.
Τη λύση του αινίγματος θα δώσει η συγγραφική ιδιοφυΐα του Μουρακάμι, που ξέρει να βρίσκει την ποιητική διάσταση ακόμη και της πιο πεζής καθημερινής κατάστασης.
«Όλοι οι πρωταγωνιστές των βιβλίων μου ψάχνουν κάτι σπουδαίο – για τους ίδιους τουλάχιστον», λέει ο Μουρακάμι. «Κι αυτή η αναζήτηση είναι μια περιπέτεια, μια δοκιμασία. Το σημαντικότερο όμως δεν είναι αυτό που ψάχνουν, αλλά η ίδια η αναζήτηση, επειδή τους δείχνει τη μοναξιά τους, ότι πρέπει να σταθούν στα πόδια τους, να είναι ανεξάρτητοι και να παλέψουν με όλες τους τις δυνάμεις. Μιλάμε για μια μικρή οδύσσεια».
Ένα μεγάλο μέρος του Σπούτνικ αγαπημένη εκτυλίσσεται σ' ένα ελληνικό νησί, έξω από τη Ρόδο. «Ζούσαμε [: με τη γυναίκα του, Γιόκο] σ' ένα ελληνικό νησί από το 1986 μέχρι το 1989», λέει ο Μουρακάμι. «Ήταν το τέλειο μέρος για έναν συγγραφέα. [...] Όταν γράφω ένα μυθιστόρημα ή ένα διήγημα μπαίνω σ' έναν πολύ προσωπικό χώρο. Δεν είναι ο πραγματικός κόσμος. Ίσως είναι το ασυνείδητο. Σαν να σκάβω, όλο και πιο βαθιά, μια τρύπα στη γη, και να κατεβαίνω κάτω, στα σκοτάδια. Εκεί μέσα βλέπω πολλά πράγματα που δεν ανήκουν στον πραγματικό κόσμο – πράγματα μυστικά, σημάδια, σύμβολα, μεταφορές. Αυτά τα εξωπραγματικά πράγματα είναι για μένα πιο πραγματικά κι από την ίδια την πραγματικότητα».