Της Έλενας Τουτουδάκη
Σύντομες αφηγήσεις από το βιβλίο της Ντόρας Ρωζέττη « η ερωμένη της».
Εκείνο τον καιρό άρχισα να συχνάζω πιότερο και να μένω πιότερες ώρες σ ένα φιλικό σπίτι όπου μαζευόταν ο κύκλος μας, φιλολογικός, μουσικός, φοιτητικός κτλ.
Ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσα σίγουρα να βλέπω κάθε μέρα τη φίλη μου.
Το βράδυ θα τη συναντούσα στο συνηθισμένο ζαχαροπλαστειάκι της οδού Ιπποκράτους, όπου μαζευόμασταν συχνά με τις διάφορες μας φίλες . ένιωσα για πρώτη φορά την αγωνία του ραντεβού.
Μετά τη συναυλία με φίλησε παράφορα. Είχε κάτι το θερμό σ όλο της το σώμα…
Ήταν 31 του Μάη.
Επειδή θα πηγαίναμε τη νύχτα στο θέατρο, ζήτησε με πολλούς κόπους άδεια απ το σπίτι της –επειδή ήταν μακριά-να κοιμηθεί κείνη τη νύχτα στο δωμάτιο μου.
Στο ίδιο δωμάτιο, μα όχι στο ίδιο κρεβάτι την πρώτη βραδιά.
Στο ίδιο δωμάτιο και στο ίδιο κρεβάτι τη δεύτερη.
Στο ίδιο κρεβάτι.
"Τί έγινε πάνω σε κείνο το ξένο κρεβάτι(...) δεν μπορεί να περιγραφεί!... Είχα μισοτρελλαθεί. Την ελύσσαξα... Το ρομάντζο εξακολούθησε στο μπαλκόνι σε μια σεζ λογκ. Δεν ήθελε να φύγει το βράδυ."
Την έβγαλα «τίγρη».
Αυτό το όνομα της πήγαινε και δεν τη δυσαρεστούσε καθόλου. Της έστελνα καρτ ποστάλ με ζωγραφισμένες τίγρεις και ευχαριστιόταν. Κείνη αγαπούσε τις γάτες. Έτσι και γω, θέλοντας και μη, αγάπησα τις τίγρεις.
Κι εγώ νιώθω τόσο καμάρι περπατώντας μαζί της. Αφού ψιθυρίζω μέσα μου: «τη βλέπετε τι όμορφη που είναι! Χμ! μα είναι δική μου! … Φίλη μου! Ερωμένη μου! Αγαπημενολατρευτή μου!»
Πόσες φορές μου δωσε τα χείλη της όταν τα αυτοκίνητα άρχιζαν να περνούν αραιά και πόσες φορές τα τράβηξε στεναχωρημένη λέγοντας ένα «φτάνει», γιατί φαινόταν η σκιά ενός διαβάτη. Ω, οι διαβάτες οι ενοχλητικοί σε μας! …
Ποτέ όμως δεν υποπτευόντουσαν περνούσαν αδιάφορα, σπανίως πειράζοντας.
Είναι ιαυτό τον καιρό το κουτσομπολιό στο φόρτε του. Λένε πως μας φωνάζουν το ζεύγος (ένωσαν τα δυο παρονόματα μας!)
-Να δεις η Λίζα πως άλλαξε. Ούτε λούσα πια ούτε το πρωτινό της σικ, όλο και αλάνικα τώρα. Δε φροντίζει πια τον εαυτό της.
-Θα ναι ερωτευμένη, της απαντώ.
-Χμ! ίσως με καμιά γυναίκα… Φοράει γραβάτα και κολάρο κτλ κτλ.
-Κάνει δηλαδή τη Γκαρσόν. Αλήθεια, σαν ήταν πολύ μικρή, την είχε διαβάσει.
Ύστερα το ρίξαμε στη διήγηση των παιδικών μας χρόνων. Πως εκείνη, σαν ήταν μικρή, έπαιζε όλο με αγοράκια. Και πως εγώ, αντίθετα, μόλο που πήγαινα σε λύκειο μεικτό, αρρένων και θηλέων, είχα γενικά μια αποστροφή και σχεδόν άλλη τόση με κοριτσάκια.
Στο χθεσινό γαλλικό μάθημα, σαν τέλειωσε το cours 7-8 (ενώ κάθε βράδυ με το τσάκωμα μας δε συναντιόμαστε, έφευγε η καθεμιά μας με χωριστή συντροφιά), μ επλησίασε απροσδόκητα και αρπώντας με απ το χέρι «έλα εδώ εσύ, έχομε να εξηγηθούμε…». Με τράβηξε σε ένα παράθυρο. Οι άλλοι κοίταζαν ξαφνιασμένοι.
Και μ ένα μακρινό περίπατο, μια πάστα στο Ζάππειο… δυο τρία φιλιά σ ένα εξοχικό καφενεδάκι κοντά στην Ακρόπολη, τα ξαναφτιάξαμε.
Και εγένετο φως!
Δηλαδή το μαθε και ο …πατήρ. Τόσο το καλύτερο γιατί ξαλάφρωσα. Ξέρει άκρες –μέσες μισοπράγματα, που το γέρικο μυαλό του δεν μπορεί να τα συνδέσει ώστε να μπει στο νόημα. Ευτυχώς, γιατί δε θέλω να εκτεθεί η φίλη μου.
Από το σπίτι μου λαβαίνω γρμματα μ απειλές. Μου βάζουν τέτοιους τρομερούς όρους για να μου χορηγούν τα μέσα της συντήρησης και σπουδής μου, που θ αναγκαστώ να παραιτηθώ απ την περίφημη αρωγή τους και να πάω να δουλέψω , να ησυχάσει το κεφάλι μου για πάντα.
Περνάν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες κι όλο δυσκολότερες γίνονται οι περιστάσεις. Έμαθα πια τον εαυτό μου να αρκείται στην ερημιά του.
Κατάκοιτη στο φτωχικό μου κρεβάτι, χωρίς καμιά συντροφιά (γιατί λείπει η συγκάτοικος μου), μόνη στενόχωρη σκέψη μου βαραίνει το μυαλό, πως δε θα μπορέσω να συναντήσω τη φιλενάδα μου…
Πρωτοχρονιά
Βαρύ κρύο. Χιόνι, παγωνιά. Βαρύ παλτό κι από μέσα μεταξωτό φόρεμα χωρίς μανίκι. Μπαίνει στο δωμάτιο και το πλημμυρίζει αρώματα.
Κάναμε μια εκδρομή, πρώτη φορά οι δυο μας μόνο.
Κάτω από μιαν όμορφη μουριά, μέσα σ ένα βαθύ χαντάκι πνιγμένο μες στις κίτρινες μαργαρίτες και τις παπαρούνες, ανάμεσα από μισό μπόι στάχυα, κάτω απ τη γλυκιά μουσική τα ανοιξιάτικου αγέρα… έσφιξα στην αγκαλιά μου και κατέτρωγα με φιλιά γεμάτα πάθος το γλυκό και φιδίσιο κορμί που χα σχεδόν ένα χρόνο να το νιώσω σιμά μου.
Βλέπω στα μάτια της την ευτυχία και την αγάπη. Ξεχνώ όλα τα άλλα.
«Αύριο τη νύχτα, στην αρχή της λεωφόρου Αλεξάνδρας, στο ορισμένο δέντρο, που ελπίζω να θυμάσαι, ώρα εννιά παρά είκοσι πέντε. Λίζα».
Εκείνο τον καιρό άρχισα να συχνάζω πιότερο και να μένω πιότερες ώρες σ ένα φιλικό σπίτι όπου μαζευόταν ο κύκλος μας, φιλολογικός, μουσικός, φοιτητικός κτλ.
Ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσα σίγουρα να βλέπω κάθε μέρα τη φίλη μου.
Το βράδυ θα τη συναντούσα στο συνηθισμένο ζαχαροπλαστειάκι της οδού Ιπποκράτους, όπου μαζευόμασταν συχνά με τις διάφορες μας φίλες . ένιωσα για πρώτη φορά την αγωνία του ραντεβού.
Μετά τη συναυλία με φίλησε παράφορα. Είχε κάτι το θερμό σ όλο της το σώμα…
Ήταν 31 του Μάη.
Επειδή θα πηγαίναμε τη νύχτα στο θέατρο, ζήτησε με πολλούς κόπους άδεια απ το σπίτι της –επειδή ήταν μακριά-να κοιμηθεί κείνη τη νύχτα στο δωμάτιο μου.
Στο ίδιο δωμάτιο, μα όχι στο ίδιο κρεβάτι την πρώτη βραδιά.
Στο ίδιο δωμάτιο και στο ίδιο κρεβάτι τη δεύτερη.
Στο ίδιο κρεβάτι.
"Τί έγινε πάνω σε κείνο το ξένο κρεβάτι(...) δεν μπορεί να περιγραφεί!... Είχα μισοτρελλαθεί. Την ελύσσαξα... Το ρομάντζο εξακολούθησε στο μπαλκόνι σε μια σεζ λογκ. Δεν ήθελε να φύγει το βράδυ."
Την έβγαλα «τίγρη».
Αυτό το όνομα της πήγαινε και δεν τη δυσαρεστούσε καθόλου. Της έστελνα καρτ ποστάλ με ζωγραφισμένες τίγρεις και ευχαριστιόταν. Κείνη αγαπούσε τις γάτες. Έτσι και γω, θέλοντας και μη, αγάπησα τις τίγρεις.
Κι εγώ νιώθω τόσο καμάρι περπατώντας μαζί της. Αφού ψιθυρίζω μέσα μου: «τη βλέπετε τι όμορφη που είναι! Χμ! μα είναι δική μου! … Φίλη μου! Ερωμένη μου! Αγαπημενολατρευτή μου!»
Πόσες φορές μου δωσε τα χείλη της όταν τα αυτοκίνητα άρχιζαν να περνούν αραιά και πόσες φορές τα τράβηξε στεναχωρημένη λέγοντας ένα «φτάνει», γιατί φαινόταν η σκιά ενός διαβάτη. Ω, οι διαβάτες οι ενοχλητικοί σε μας! …
Ποτέ όμως δεν υποπτευόντουσαν περνούσαν αδιάφορα, σπανίως πειράζοντας.
Είναι ιαυτό τον καιρό το κουτσομπολιό στο φόρτε του. Λένε πως μας φωνάζουν το ζεύγος (ένωσαν τα δυο παρονόματα μας!)
-Να δεις η Λίζα πως άλλαξε. Ούτε λούσα πια ούτε το πρωτινό της σικ, όλο και αλάνικα τώρα. Δε φροντίζει πια τον εαυτό της.
-Θα ναι ερωτευμένη, της απαντώ.
-Χμ! ίσως με καμιά γυναίκα… Φοράει γραβάτα και κολάρο κτλ κτλ.
-Κάνει δηλαδή τη Γκαρσόν. Αλήθεια, σαν ήταν πολύ μικρή, την είχε διαβάσει.
Ύστερα το ρίξαμε στη διήγηση των παιδικών μας χρόνων. Πως εκείνη, σαν ήταν μικρή, έπαιζε όλο με αγοράκια. Και πως εγώ, αντίθετα, μόλο που πήγαινα σε λύκειο μεικτό, αρρένων και θηλέων, είχα γενικά μια αποστροφή και σχεδόν άλλη τόση με κοριτσάκια.
Στο χθεσινό γαλλικό μάθημα, σαν τέλειωσε το cours 7-8 (ενώ κάθε βράδυ με το τσάκωμα μας δε συναντιόμαστε, έφευγε η καθεμιά μας με χωριστή συντροφιά), μ επλησίασε απροσδόκητα και αρπώντας με απ το χέρι «έλα εδώ εσύ, έχομε να εξηγηθούμε…». Με τράβηξε σε ένα παράθυρο. Οι άλλοι κοίταζαν ξαφνιασμένοι.
Και μ ένα μακρινό περίπατο, μια πάστα στο Ζάππειο… δυο τρία φιλιά σ ένα εξοχικό καφενεδάκι κοντά στην Ακρόπολη, τα ξαναφτιάξαμε.
Και εγένετο φως!
Δηλαδή το μαθε και ο …πατήρ. Τόσο το καλύτερο γιατί ξαλάφρωσα. Ξέρει άκρες –μέσες μισοπράγματα, που το γέρικο μυαλό του δεν μπορεί να τα συνδέσει ώστε να μπει στο νόημα. Ευτυχώς, γιατί δε θέλω να εκτεθεί η φίλη μου.
Από το σπίτι μου λαβαίνω γρμματα μ απειλές. Μου βάζουν τέτοιους τρομερούς όρους για να μου χορηγούν τα μέσα της συντήρησης και σπουδής μου, που θ αναγκαστώ να παραιτηθώ απ την περίφημη αρωγή τους και να πάω να δουλέψω , να ησυχάσει το κεφάλι μου για πάντα.
Περνάν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες κι όλο δυσκολότερες γίνονται οι περιστάσεις. Έμαθα πια τον εαυτό μου να αρκείται στην ερημιά του.
Κατάκοιτη στο φτωχικό μου κρεβάτι, χωρίς καμιά συντροφιά (γιατί λείπει η συγκάτοικος μου), μόνη στενόχωρη σκέψη μου βαραίνει το μυαλό, πως δε θα μπορέσω να συναντήσω τη φιλενάδα μου…
Πρωτοχρονιά
Βαρύ κρύο. Χιόνι, παγωνιά. Βαρύ παλτό κι από μέσα μεταξωτό φόρεμα χωρίς μανίκι. Μπαίνει στο δωμάτιο και το πλημμυρίζει αρώματα.
Κάναμε μια εκδρομή, πρώτη φορά οι δυο μας μόνο.
Κάτω από μιαν όμορφη μουριά, μέσα σ ένα βαθύ χαντάκι πνιγμένο μες στις κίτρινες μαργαρίτες και τις παπαρούνες, ανάμεσα από μισό μπόι στάχυα, κάτω απ τη γλυκιά μουσική τα ανοιξιάτικου αγέρα… έσφιξα στην αγκαλιά μου και κατέτρωγα με φιλιά γεμάτα πάθος το γλυκό και φιδίσιο κορμί που χα σχεδόν ένα χρόνο να το νιώσω σιμά μου.
Βλέπω στα μάτια της την ευτυχία και την αγάπη. Ξεχνώ όλα τα άλλα.
«Αύριο τη νύχτα, στην αρχή της λεωφόρου Αλεξάνδρας, στο ορισμένο δέντρο, που ελπίζω να θυμάσαι, ώρα εννιά παρά είκοσι πέντε. Λίζα».